Πότε γίνεται οφθαλμολογική εξέταση στα παιδιά
Η όραση των παιδιών αναπτύσσεται σταδιακά. Αρχίζει να βελτιώνεται από τη στιγμή της γέννησης και ολοκληρώνεται πλήρως γύρω στο 8ο-9ο έτος της ζωής τους. Είναι όμως πολύ σημαντικό κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της όρασης, τα μάτια ενός παιδιού να λειτουργούν σωστά, δηλαδή να δέχονται καθαρά οπτικά ερεθίσματα ώστε να αναπτυχθούν πλήρως η διόφθαλμη και η στερεοσκοπική όραση. Δεδομένου ότι τα παιδιά δεν μπορούν να αντιληφθούν και να εκφράσουν κάποιο πιθανό πρόβλημα, πολλά δε σοβαρά οφθαλμολογικά προβλήματα είναι ασυμπτωματικά, έχει τεράστια σημασία ο προληπτικός οφθαλμολογικός έλεγχος από τους πρώτους ακόμη μήνες της ζωής ενός παιδιού.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά τη διεξαγωγή του πρώτου οφθαλμολογικού ελέγχου ρουτίνας σε όλα τα νεογνά, κάτι που ήδη γίνεται στη Ελλάδα εδώ και μία 10ετία τουλάχιστον στα μεγάλα ιδιωτικά μαιευτήρια.
Ο πρώτος οφθαλμολογικός έλεγχος θα πρέπει να γίνει πολύ νωρίς, τον πρώτο μήνα της ζωής του παιδιού. Για πρακτικούς λόγους αυτό μπορεί να γίνει στο μαιευτήριο και είναι απολύτως ανώδυνος για το νεογνό. Η εξέταση πραγματοποιείται με διόφθαλμη οφθαλμοσκόπηση για να διαπιστώσουμε αν υφίστανται γενετικές παθήσεις, όπως είναι συγγενείς ανωμαλίες των βλεφάρων, ο συγγενής καταρράκτης, το συγγενές γλαύκωμα, το ρετινοβλάστωμα, κάποιες παθήσεις του οπτικού νεύρου, καθώς και η αμφιβληστροειδοπάθεια της προωρότητας. Ευτυχώς οι παθήσεις αυτές δεν είναι πολύ συνηθισμένες, όταν όμως υπάρχουν πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα για να έχουμε τα κατά τα καλύτερα δυνατόν αποτελέσματα. Πολύ συχνά τα νεογνά παρουσιάζουν δακρύρροια και εκκρίσεις, που αποτελούν συχνά ενδείξεις ανεπαρκούς διάνοιξης του ρινοδακρυϊκού συστήματος και χρήζουν κατάλληλης θεραπείας.
Ο επόμενος οφθαλμολογικός έλεγχος γίνεται στην ηλικία των 1-2 ετών. Στην ηλικία αυτή, λόγω καλύτερης συνεργασίας του παιδιού, μπορούμε να διαγνώσουμε αν υπάρχει ή όχι στραβισμός (δηλαδή αν οι δύο οφθαλμοί είναι ευθυγραμμισμένοι μεταξύ τους) και αν η διόφθαλμη όραση που είναι καθοριστική για την απόκτηση στερεοσκοπικής όρασης, αναπτύσσεται φυσιολογικά. Ο στραβισμός είναι μια αρκετά συνηθισμένη διαταραχή που δεν απαιτεί πάντα χειρουργική επέμβαση. Ωστόσο επειδή ο στραβισμός συνδέεται ενίοτε με αδράνεια τους ενός οφθαλμού (αμβλυωπία ή τεμπέλικο μάτι), στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να αντιμετωπιστεί έγκαιρα και ο στραβισμός και η αμβλυωπία για να βελτιωθεί η όραση του αδύναμου (τεμπέλικου) ματιού.
Στην ηλικία αυτή γίνεται επίσης διαθλαστικός έλεγχος των παιδιών για την ύπαρξη μυωπίας, υπερμετρωπίας και αστιγματισμού μέσω μιας ειδικής εξέτασης που ονομάζεται σκιασκοπία και η οποία διενεργείται μετά από ενστάλλαξη σταγόνων μυδριατικού κολλυρίου). Γυαλιά θα χορηγηθούν αν είναι απαραίτητα ώστε το παιδί να αναπτύξει σωστή διόφθαλμη όραση (καλή όραση και στα δύο μάτια) και να αποφευχθεί η εμφάνιση αμβλυωπίας (τεμπέλικο μάτι). Μια μεγάλη διαφορά στη διάθλαση των δύο οφθαλμών (ανισομετρωπία) μπορεί κι αυτή με τη σειρά της να προκαλέσει αμβλυωπία και πρέπει να αντιμετωπιστεί έγκαιρα με κάλυψη του καλού ματιού από αυτή την ηλικία. Αμβλυωπία επίσης μπορεί να προκύψει αν υπάρχει συγγενής πτώση βλεφάρου (βλεφαρόπτωση) που εμποδίζει την όραση από το ένα μάτι. Με την κατάλληλη χειρουργική αντιμετώπιση το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται.
Μετά την εξέταση του 2ου έτους, εάν το παιδί δεν έχει κάποιο από τα προαναφερόμενα προβλήματα που οδηγούν στην αμβλυωπία, ο επόμενος οφθαλμολογικός έλεγχος πρέπει να γίνεται στην ηλικία των 4 ετών, λίγο πριν ξεκινήσει το σχολείο. Έτσι θα αποκλειστούν και τυχόν μαθησιακά προβλήματα που μπορεί να σχετίζονται με οφθαλμολογικές διαταραχές που πολύ συχνά δεν γίνονται αντιληπτές, ούτε από τους γονείς ούτε από το παιδί. Σ’ αυτή την ηλικία ελέγχεται αναλυτικά η οπτική οξύτητα σε καθέναν από τους δύο οφθαλμούς, καθώς και η χρωματική αντίληψη. Τα αγόρια εμφανίζουν συχνότερα προβλήματα που σχετίζονται με διαταραχές της αντίληψης των χρωμάτων απ’ ότι τα κορίτσια.
Σύμφωνα με τις τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες όπως αυτές δημοσιεύτηκαν στο Optometry and Vision Science (2015), όλα τα παιδιά πρέπει να υποβάλλονται σε πλήρη οφθαλμολογικό έλεγχο μεταξύ της ηλικίας 36 μηνών (3 ετών) και πριν την ηλικία των 72 μηνών (6 ετών) – κατά προτίμηση κάθε χρόνο – χρησιμοποιώντας τεκμηριωμένες μεθόδους ελέγχου. Ο έλεγχος της οπτικής οξύτητας πρέπει να γίνεται με το κάθε μάτι ξεχωριστά χρησιμοποιώντας συγκεκριμένους τύπους οπτοτύπων (διαγραμμάτων όρασης) και σε συγκεκριμένη απόσταση.
Μελέτες που έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα έχουν δείξει ότι το 20% των παιδιών, όταν αυτά ξεκινούν το σχολείο, παρουσιάζουν οφθαλμολογικές παθήσεις, οι οποίες τότε για πρώτη φορά ανακαλύπτονται και πολλές φορές είναι αργά να αντιμετωπιστούν, με αποτέλεσμα τα παιδιά να κινδυνεύουν με χαμηλή όραση σ’ όλη τους τη ζωή.
Κατά τη σχολική ηλικία ο έλεγχος θα πρέπει να επαναλαμβάνεται ετησίως έως την ηλικία των 12 ετών και μετά ανά δύο χρόνια, εκτός εάν πιο νωρίς το παιδί διαμαρτυρηθεί για συμπτώματα, όπως πονοκέφαλοι, ή δυσκολία στην κοντινή εργασία ή στην ανάγνωση του πίνακα στο σχολείο.
Δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός όσον αφορά την ηλικία που θα χρειαστεί κάποιο παιδί να φορέσει διορθωτικά γυαλιά. Όταν διαπιστωθεί κάποια μεγάλη διαθλαστική ανωμαλία –ανεξαρτήτως ηλικίας- ο οφθαλμίατρος πρέπει να συνταγογραφήσει γυαλιά στο παιδί, τα οποία και θα πρέπει να φοράει είτε συνεχώς είτε κατά περίπτωση ανάλογα με τις οδηγίες του γιατρού. Συνήθως τα περισσότερα παιδιά από την γέννησή τους παρουσιάζουν υπερμετρωπία, λόγω του ότι τα μάτια τους είναι ακόμη μικρά. Η υπερμετρωπία συν τω χρόνω ελαττώνεται και σταθεροποιείται στην ηλικία των 6-7 ετών. Αντίθετα με την υπερμετρωπία, η μυωπία συνήθως αυξάνεται στη σχολική ηλικία μαζί με την ανάπτυξη όλου του σώματος του παιδιού. Ο αστιγματισμός υπάρχει συνήθως από την γέννηση με μικρές διαφοροποιήσεις.
Δεν έχει αποδειχτεί ότι υπάρχουν παράγοντες που επιβαρύνουν την κατάσταση των ματιών, ωστόσο μια ορθή και ασφαλής απόσταση από την οθόνη τόσο της τηλεόρασης όσο και των υπολογιστών θεωρείται απαραίτητη. Επίσης καλό είναι να αποφεύγεται η μελέτη σε συνθήκες ανεπαρκούς φωτισμού.
Αφού δοθεί η πρώτη συνταγή γυαλιών, έπειτα από 3 μήνες θα πρέπει να γίνει επανέλεγχος και κάθε 6 μήνες να επαναλαμβάνεται ο έλεγχος της διάθλασης ώστε σε περίπτωση διαφοροποιήσεων να αλλάζουν και τα γυαλιά. Η επιλογή των γυαλιών πρέπει να γίνεται με κριτήρια αισθητικά ώστε να αρέσουν στο παιδί και να τα φοράει, να είναι ελαφριά και να μη δημιουργούν προβλήματα και οι φακοί να είναι άθραυστοι για την αποφυγή τραυματισμών.
Οι φακοί επαφής προτείνονται πάνω από την ηλικία των 16 ετών λόγω του κινδύνου μολύνσεων, εκτός από κάποιες σπάνιες εξαιρέσεις.
Τέλος, και λόγω της εποχής, προτείνεται η χρήση γυαλιών ηλίου και στα παιδιά από την ηλικία του ενός έτους και μετά ώστε να προστατεύονται τα μάτια από τις βλαβερές συνέπειες της υπεριώδους ακτινοβολίας που δρουν αθροιστικά κατά την διάρκεια της ζωής μας.